οινομάχλη

οινομάχλη
οἰνομάχλη, ἡ (Α)
γυναίκα επιρρεπής στην οινοποσία και στην ακολασία, μεθύστρα, μπεκρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + μάχλος, κατά τα θηλ. σε -η].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οἰνομάχλη — lustful with wine fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οινοκάχλη — οἰνοκάχλη, ἡ (Α) (εσφ. γρφ.) βλ. οινομάχλη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”